Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τὰ Κερκυραϊκά

См. также в других словарях:

  • Κερκυραικά — Κερκυραϊκά , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly neut nom/voc/acc pl Κερκυραϊκά̱ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc/acc dual Κερκυραϊκά̱ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκυραϊκός — ή, ό και κερκυραίικος, η, ο (Α κερκυραϊκός, ή, όν) [Κερκυραίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κέρκυρα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κερκυραίικος χορός» β. «τὰ τε Κερκυραϊκά», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • Αλβάνας, Φρειδερίκος — (Κέρκυρα 1827 – 1903). Νομομαθής και λόγιος. Ο Α., που ήταν αδελφός της Μαργαρίτας Αλβάνα Μηνιάτη, σπούδασε νομικά στην Πίζα της Ιταλίας και γύρισε στο νησί του, όπου εργάστηκε σε διάφορες υπηρεσίες της Επτανήσου Πολιτείας. Αρχικά διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ποτίδαια — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, αποικία των Κορινθίων. Χτίστηκε περίπου το 600 π.Χ., σχετίστηκε με τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου, την κατέστρεψε ο Φίλιππος το 356 π.Χ. και την ξανάχτισε ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. με την ονομασία Κασσάνδρεια.… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ПЕДИАДИТ — [греч. Βασίλειος Πεδιαδίτης], архиеп. Керкиры (ок. 1202 кон. 1219), предшественник Георгия Вардана. В 1168 г. В. П. являлся магистром школы грамматиков св. Павла (μαΐστωρ τῆς σχολῆς τῶν γραμματικῶν τοῦ Παύλου), но вскоре был отстранен от… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН АПОКАВК — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ ᾿Απόκαυκος] (ок. 1155 1233, мон рь Козила близ Превезы, Эпир), митр. Навпактский (1199/1200 1232), визант. церковный и политический деятель Эпирского деспотата, канонист, писатель. Происходил из семейства эпирских магнатов; дядя …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»